αποβιβαστικός
Greek
Adjective
αποβιβαστικός • (apovivastikós) m (feminine αποβιβαστική, neuter αποβιβαστικό)
Declension
Declension of αποβιβαστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποβιβαστικός • | αποβιβαστική • | αποβιβαστικό • | αποβιβαστικοί • | αποβιβαστικές • | αποβιβαστικά • |
genitive | αποβιβαστικού • | αποβιβαστικής • | αποβιβαστικού • | αποβιβαστικών • | αποβιβαστικών • | αποβιβαστικών • |
accusative | αποβιβαστικό • | αποβιβαστική • | αποβιβαστικό • | αποβιβαστικούς • | αποβιβαστικές • | αποβιβαστικά • |
vocative | αποβιβαστικέ • | αποβιβαστική • | αποβιβαστικό • | αποβιβαστικοί • | αποβιβαστικές • | αποβιβαστικά • |
Related terms
- see: αποβιβάζω (apovivázo, “I put ashore, I disembark”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.