αστρατοπέδευτος
Greek
Adjective
αστρατοπέδευτος • (astratopédeftos) m (feminine αστρατοπέδευτη, neuter αστρατοπέδευτο)
Declension
Declension of αστρατοπέδευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστρατοπέδευτος • | αστρατοπέδευτη • | αστρατοπέδευτο • | αστρατοπέδευτοι • | αστρατοπέδευτες • | αστρατοπέδευτα • |
genitive | αστρατοπέδευτου • | αστρατοπέδευτης • | αστρατοπέδευτου • | αστρατοπέδευτων • | αστρατοπέδευτων • | αστρατοπέδευτων • |
accusative | αστρατοπέδευτο • | αστρατοπέδευτη • | αστρατοπέδευτο • | αστρατοπέδευτους • | αστρατοπέδευτες • | αστρατοπέδευτα • |
vocative | αστρατοπέδευτε • | αστρατοπέδευτη • | αστρατοπέδευτο • | αστρατοπέδευτοι • | αστρατοπέδευτες • | αστρατοπέδευτα • |
Related terms
- see: στρατοπεδεύω (stratopedévo, “to encamp”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.