ασυνταίριαστος
Greek
Adjective
ασυνταίριαστος • (asyntaíriastos) m (feminine ασυνταίριαστη, neuter ασυνταίριαστο)
Declension
Declension of ασυνταίριαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυνταίριαστος • | ασυνταίριαστη • | ασυνταίριαστο • | ασυνταίριαστοι • | ασυνταίριαστες • | ασυνταίριαστα • |
genitive | ασυνταίριαστου • | ασυνταίριαστης • | ασυνταίριαστου • | ασυνταίριαστων • | ασυνταίριαστων • | ασυνταίριαστων • |
accusative | ασυνταίριαστο • | ασυνταίριαστη • | ασυνταίριαστο • | ασυνταίριαστους • | ασυνταίριαστες • | ασυνταίριαστα • |
vocative | ασυνταίριαστε • | ασυνταίριαστη • | ασυνταίριαστο • | ασυνταίριαστοι • | ασυνταίριαστες • | ασυνταίριαστα • |
Related terms
- see: ταιριάζω (tairiázo, “to match”)
Further reading
- ασυνταίριαστος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.