διαπροσωπικός
Greek
Etymology
Learnedly from δια- (dia-) + προσωπικός (prosopikós), a calque of French interpersonnel.[1]
Adjective
διαπροσωπικός • (diaprosopikós) m (feminine διαπροσωπική, neuter διαπροσωπικό)
Declension
Declension of διαπροσωπικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαπροσωπικός • | διαπροσωπική • | διαπροσωπικό • | διαπροσωπικοί • | διαπροσωπικές • | διαπροσωπικά • |
genitive | διαπροσωπικού • | διαπροσωπικής • | διαπροσωπικού • | διαπροσωπικών • | διαπροσωπικών • | διαπροσωπικών • |
accusative | διαπροσωπικό • | διαπροσωπική • | διαπροσωπικό • | διαπροσωπικούς • | διαπροσωπικές • | διαπροσωπικά • |
vocative | διαπροσωπικέ • | διαπροσωπική • | διαπροσωπικό • | διαπροσωπικοί • | διαπροσωπικές • | διαπροσωπικά • |
References
- διαπροσωπικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.