ουσιαστικός
Greek
Etymology
ουσία (ousía, “essence, substance”) + -τικός (-tikós), calque of French substantiel. First attested 1890. There is a single attestation in a Koine Greek document for οὐσιαστικός (ousiastikós) but its meaning is unknown and it is not related to the current word.
Adjective
ουσιαστικός • (ousiastikós) m (feminine ουσιαστική, neuter ουσιαστικό)
- substantial, real (true, actual)
- essential (necessary)
Declension
Declension of ουσιαστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ουσιαστικός • | ουσιαστική • | ουσιαστικό • | ουσιαστικοί • | ουσιαστικές • | ουσιαστικά • |
genitive | ουσιαστικού • | ουσιαστικής • | ουσιαστικού • | ουσιαστικών • | ουσιαστικών • | ουσιαστικών • |
accusative | ουσιαστικό • | ουσιαστική • | ουσιαστικό • | ουσιαστικούς • | ουσιαστικές • | ουσιαστικά • |
vocative | ουσιαστικέ • | ουσιαστική • | ουσιαστικό • | ουσιαστικοί • | ουσιαστικές • | ουσιαστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ουσιαστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ουσιαστικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ουσιαστικότερος • | ουσιαστικότερη • | ουσιαστικότερο • | ουσιαστικότεροι • | ουσιαστικότερες • | ουσιαστικότερα • |
genitive | ουσιαστικότερου • | ουσιαστικότερης • | ουσιαστικότερου • | ουσιαστικότερων • | ουσιαστικότερων • | ουσιαστικότερων • |
accusative | ουσιαστικότερο • | ουσιαστικότερη • | ουσιαστικότερο • | ουσιαστικότερους • | ουσιαστικότερες • | ουσιαστικότερα • |
vocative | ουσιαστικότερε • | ουσιαστικότερη • | ουσιαστικότερο • | ουσιαστικότεροι • | ουσιαστικότερες • | ουσιαστικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ουσιαστικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ουσιαστικότατος • | ουσιαστικότατη • | ουσιαστικότατο • | ουσιαστικότατοι • | ουσιαστικότατες • | ουσιαστικότατα • |
genitive | ουσιαστικότατου • | ουσιαστικότατης • | ουσιαστικότατου • | ουσιαστικότατων • | ουσιαστικότατων • | ουσιαστικότατων • |
accusative | ουσιαστικότατο • | ουσιαστικότατη • | ουσιαστικότατο • | ουσιαστικότατους • | ουσιαστικότατες • | ουσιαστικότατα • |
vocative | ουσιαστικότατε • | ουσιαστικότατη • | ουσιαστικότατο • | ουσιαστικότατοι • | ουσιαστικότατες • | ουσιαστικότατα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.