σεξουαλικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): [seksualiˈkɔs]
Declension
Declension of σεξουαλικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σεξουαλικός • | σεξουαλική • | σεξουαλικό • | σεξουαλικοί • | σεξουαλικές • | σεξουαλικά • |
genitive | σεξουαλικού • | σεξουαλικής • | σεξουαλικού • | σεξουαλικών • | σεξουαλικών • | σεξουαλικών • |
accusative | σεξουαλικό • | σεξουαλική • | σεξουαλικό • | σεξουαλικούς • | σεξουαλικές • | σεξουαλικά • |
vocative | σεξουαλικέ • | σεξουαλική • | σεξουαλικό • | σεξουαλικοί • | σεξουαλικές • | σεξουαλικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σεξουαλικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σεξουαλικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σεξουαλικότερος • | σεξουαλικότερη • | σεξουαλικότερο • | σεξουαλικότεροι • | σεξουαλικότερες • | σεξουαλικότερα • |
genitive | σεξουαλικότερου • | σεξουαλικότερης • | σεξουαλικότερου • | σεξουαλικότερων • | σεξουαλικότερων • | σεξουαλικότερων • |
accusative | σεξουαλικότερο • | σεξουαλικότερη • | σεξουαλικότερο • | σεξουαλικότερους • | σεξουαλικότερες • | σεξουαλικότερα • |
vocative | σεξουαλικότερε • | σεξουαλικότερη • | σεξουαλικότερο • | σεξουαλικότεροι • | σεξουαλικότερες • | σεξουαλικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σεξουαλικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σεξουαλικότατος • | σεξουαλικότατη • | σεξουαλικότατο • | σεξουαλικότατοι • | σεξουαλικότατες • | σεξουαλικότατα • |
genitive | σεξουαλικότατου • | σεξουαλικότατης • | σεξουαλικότατου • | σεξουαλικότατων • | σεξουαλικότατων • | σεξουαλικότατων • |
accusative | σεξουαλικότατο • | σεξουαλικότατη • | σεξουαλικότατο • | σεξουαλικότατους • | σεξουαλικότατες • | σεξουαλικότατα • |
vocative | σεξουαλικότατε • | σεξουαλικότατη • | σεξουαλικότατο • | σεξουαλικότατοι • | σεξουαλικότατες • | σεξουαλικότατα • |
Derived terms
- σεξουαλική αγωγή f (sexoualikí agogí, “sex education”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.