τετρακισεκατομμύριο
Greek
Noun
τετρακισεκατομμύριο • (tetrakisekatommýrio) n (plural τετρακισεκατομμύριο)
- Alternative form of τετράκις εκατομμύριο (tetrákis ekatommýrio)
Declension
declension of τετρακισεκατομμύριο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | τετρακισεκατομμύριο • | τετρακισεκατομμύρια • |
genitive | τετρακισεκατομμυρίου •, τετρακισεκατομμύριου • | τετρακισεκατομμυρίων •, τετρακισεκατομμύριων • |
accusative | τετρακισεκατομμύριο • | τετρακισεκατομμύρια • |
vocative | τετρακισεκατομμύριο • | τετρακισεκατομμύρια • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.