-λατρία

Grec

Étymologie

Du moyen grec.

Suffixe

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  -λατρία οι  -λατρίες
Génitif της  -λατρίας των  -λατριών
Accusatif τη(ν)  -λατρία τις  -λατρίες
Vocatif -λατρία -λατρίες

-λατρία (-latría) \la.ˈtɾi.a\

  1. -lâtrie.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Dérivés

  • αρχαιολατρία
  • δαιμονολατρία
  • εγωλατρία
  • ειδωλολατρία
  • εικονολατρία
  • ελληνολατρία
  • ζωολατρία
  • μοιρολατρία
  • πατριδολατρία
  • προγονολατρία
  • προσωπολατρία
  • πυρολατρία
  • τυπολατρία
  • φυσιολατρία
  • ψυχολατρία
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons – Attribution – Partage à l’identique. Des conditions supplémentaires peuvent s’appliquer aux fichiers multimédias.