< Conjugaison:grec ancien

Conjugaison:grec ancien/βάλλω

Conjugaison du verbe βάλλω, verbe à labiale.

Voix active

VOIX ACTIVE
TempsModeIndicatifImpératifSubjonctifOptatifInfinitifParticipe
Temps principauxTemps secondaires
PRÉSENT
ET
IMPARFAIT
1SβάλλωϐαλλονβάλλωβάλλοιμιβάλλεινM. βάλλων
2Sβάλλειςϐαλλεςβάλλεβάλλῃςβάλλοιςβάλλοντος
3Sβάλλειϐαλλε(ν)βαλλ έτωβάλλβάλλοι
1PβάλλομενϐάλλομενβάλλωμενβάλλοιμενF. βάλλουσα
2Pβάλλετεϐάλλετεβάλλετεβάλλητεβάλλοιτεβαλλ

ούσης

3Pβάλλουσι(ν)ϐαλλονβαλλ όντωνβάλλωσι(ν)βάλλοιεν
2Dβάλλετονϐαλλέτηνβάλλετονβάλλητονβαλλ οίτηνN. βάλλον
3Dβάλλετονϐαλλέτηνβαλλ έτωνβάλλητονβαλλ οίτηνβάλλοντος
FUTUR1SβαλβαλοίηνβαλεῖνM. βαλῶν
2Sβαλεῖςβαλοίηςβαλοῦντος
3Sβαλεῖβαλοίη
1PβαλοῦμενβαλοῖμενF. βαλοῦσα
2Pβαλεῖτεβαλοῖτεβαλούσης
3Pβαλοῦσι(ν)βαλοῖεν
2DβαλεῖτονβαλοίτηνN. βαλοῦν
3Dβαλεῖτονβαλοίτηνβαλοῦντος
AORISTE II 1SβαλονβάλωβάλοιμιβαλεῖνM. βαλών
2Sβαλεςβαλεβάλῃςβάλοιςβαλόντος
3Sβαλεβαλέτωβάλβάλοι
1PβάλομενβάλωμενβάλοιμενF. βαλοῦσα
2Pβάλετεβάλετεβάλητεβάλοιτεβαλούσης
3Pβαλονβαλόντωνβάλωσι(ν)βάλοιεν
2DβαλέτηνβάλετονβάλητονβαλοίτηνN. βαλόν
3Dβαλέτηνβαλέτωνβάλητονβαλοίτηνβαλόντος
PARFAIT
ET
PLUS-QUE-PARFAIT
1Sβέϐληϰαἐϐεϐλήϰειν ou -ϰηβεϐλήϰωβέϐλήϰοιμιβεϐληϰέναιM. βεϐληϰώς
2Sβέϐληϰαςἐϐεϐλήϰεις ou -ϰηςβεϐλήϰῃςβεϐλήϰοιςM, βεϐληϰότος
3Sβέϐληϰε(ν)ἐϐεϐλήϰει(ν)βεϐλήϰῃβεϐλήϰοι
1PβεϐλήϰαμενἐϐεϐλήϰειμενβεϐλήϰωμενβεϐλήϰοιμενF. βεϐληϰυῖα
2Pβεϐλήϰατεἐϐεϐλήϰειτεβεϐλήϰητεβεϐλήϰοιτεβεϐληϰυίας
3Pβεϐλήϰασι(ν)ἐϐεϐλήϰεισαν (-ϰεισαν)βεϐλήϰωσι(ν)βεϐλήϰοιεν
2DβεϐλήϰατονἐϐεϐληϰείτηνβεϐλήϰητονβεϐληϰοίτηνN. βεϐληϰός
3Dβεϐλήϰατονἐϐεϐληϰείτηνβεϐλήϰητονβεϐληϰοίτηνβεϐληϰότος

Voix passive

Voix passive
TempsModeIndicatifImpératifSubjonctifOptatifInfinitifParticipe
Temps principauxTemps secondaires
Présent
et
imparfait
1Sβάλλομαιβαλλ όμηνβάλλωμαιβαλλ οίμηνβάλλεσθαιM. βαλλ

όμενος

2Sβάλλειβάλλουβάλλουβάλλβάλλοιοβαλλομένου
3Sβάλλεταιβάλλετοβαλλέσθωβάλληταιβάλλοιτο
1Pβαλλόμεθαβαλλ όμεθαβαλλώμεθαβαλλ οίμεθαF. βαλλ

ομένη

2Pβάλλεσθεβάλλεσθεβάλλεσθεβάλλησθεβάλλοισθεβαλλ

ομένης

3Pβάλλονταιβάλλοντοβαλλ έσθωνβάλλωνταιβάλλοιντο
2Dβάλλεσθονβαλλ έσθηνβάλλεσθονβάλλησθονβαλλ οίσθηνN. βαλλ

όμενος

3Dβάλλεσθονβαλλ έσθηνβαλλέσθωνβάλλησθονβαλλ οίσθηνβαλλ

ομένου

Futur1SβαλοῦμαιβαλοίμηνβαλεῖσθαιM. βαλούμενος
2Sβαλεῖβαλοῖοβαλουμένου
3Sβαλεῖταιβαλοῖτο
1PβαλούμεθαβαλοίμεθαF. βαλουμένη
2Pβαλεῖσθεβαλοῖσθεβαλουμένης
3Pβαλοῦνταιβαλοῖντο
2DβαλεῖσθονβαλοίσθηνN. βαλούμενον
3Dβαλεῖσθονβαλοίσθηνβαλουμένου
Aoriste 1SβάληνβαλβαλείηνβαλῆναιM. βαλείς
2Sβάληςβαλῆθιβαλῇςβαλείηςβαλέντος
3Sβάληβαλήτωβαλβαλσείη
1PβάλημενβαλῶμενβαλεῖμενF. βαλεῖσα
2Pβάλητεβάλητεβαλῆτεβαλεῖτεβαλεῖσης
3Pβάλησανβαλέντωνβαλῶσιβαλεῖεν
2DβαλήτηνβάλητονβαλῆτονβαλείτηνN. βαλέν
3Dβαλήτηνβαλήτωνβαλῆτονβαλείτηνβαλέντος
Parfait
et
plus-que-parfait
1Sβέϐλημαιἐϐεϐλήμηνβεϐλημένος βεϐλημένος εἴηνβεϐλήθαιM. βεϐλημένος
2Sβέϐλησαιἐϐέϐλησοβέϐλησοβεϐλημένος ᾔςβεϐλημένος εἴηςβεϐλημένου
3Sβέϐληταιἐϐέϐλητοβεϐλήθωβεϐλημένος βεϐλημένος εἴη
1Pβεϐλήμεθαἐϐεϐλήμεθαβεϐλημένοι ὦμενβεϐλημένοι εἴμενF. βεϐλημένη
2Pβέϐληθεἐϐέϐληθεβέϐληθεβεϐλημένοι ἦτεβεϐλημένοι εἴτεβεϐλημένης
3Pβεϐλημένοι εἰσί(ν)ἐϐέϐληντοβεϐλήθωνβεϐλημένοι ὦσι(ν)βεϐλημένοι εἴεν
2Dβέϐληθονἐϐεϐλήθηνβέϐληθονβεϐλημένω ἦτονβεϐλημένω εἴτηνN. βεϐλημένον
3Dβέϐληθονἐϐεϐλήθηνβεϐλήθωνβεϐλημένω ἦτονβεϐλημένω εἴτηνβεϐλημένου
Futur
ANTERIEUR
1SβεβάλσομαιβεβαλσοίμηνβεβάλσεσθαιM. βεβαλσομένος
2Sβεβάλσειβεβάλσοιοβεβεβαλσομένου
3Sβεβάλσεταιβεβάλσοιτο
1Pβεβαλσόμεθαβεβαλσοίμεθαβεβαλσομένη
2Pβεβάλσεσθεβεβάλσοισθεβεβαλσομένης
3Pβεβάλσονταιβεβάλσοιντο
2Dβεβάλσεσθονβεβαλσοίσθηνβεβαλσόμενον
3Dβεβάλσεσθονβεβαλσοίσθηνβεβαλσομένου

Voix moyenne

Voix moyenne
TempsModeIndicatifImpératifSubjonctifOptatifInfinitifParticipe
Temps principauxTemps secondaires
Présent
et
imparfait
1Sβάλλομαιβαλλ όμηνβάλλωμαιβαλλ οίμηνβάλλεσθαιM. βαλλ

όμενος

2Sβάλλειβάλλουβάλλουβάλλβάλλοιοβαλλ

ομένου

3Sβάλλεταιβάλλετοβαλλ έσθωβάλληταιβάλλοιτο
1Pβαλλ όμεθαβαλλ όμεθαβαλλ ώμεθαβαλλ οίμεθαF. βαλλ

ομένη

2Pβάλλεσθεβάλλεσθεβάλλεσθεβάλλησθεβάλλοισθεβαλλ

ομένης

3Pβάλλονταιβάλλοντοβαλλ έσθωνβάλλωνταιβάλλοιντο
2Dβάλλεσθονβαλλ έσθηνβάλλεσθονβάλλησθονβαλλ οίσθηνN. βαλλ

όμενος

3Dβάλλεσθονβαλλ έσθηνβαλλ έσθωνβάλλησθονβαλλ οίσθηνβαλλ

ομένου

Futur1SβἀλοῦμαιβἀλοίμηνβἀλεῖσθαιM. βἀλούμενος
2Sβἀλεῖβἀλοῖοβἀλουμένου
3Sβἀλεῖταιβἀλοῖτο
1PβἀλούμεθαβἀλοίμεθαF. βἀλουμένη
2Pβἀλεῖσθεβἀλοῖσθεβἀλουμένης
3Pβἀλοῦνταιβἀλοῖντο
2DβἀλεῖσθονβἀλοίσθηνN. βἀλούμενον
3Dβἀλεῖσθονβἀλοίσθηνβἀλουμένου
AORISTE II 1SβαλόμηνβάλωμαιβαλοίμηνβαλέσθαιM. βαλόμενος
2Sβάλουβαλοῦβάλβάλοιςβαλομένου
3Sβάλετοβαλέσθωβάληταιβάλοιτο
1PβαλόμεθαβαλώμεθαβαλοίμεθαF. βαλομέμη
2Pβάλεσθεβάλεσθεβάλησθεβάλοισθεβαλομένης
3Pβάλοντοβαλέσθωνβάλωνταιβάλοιντο
2DβαλέσθηνβάλεσθονβάλησθονβαλοίσθηνN. βαλόμενον
3Dβαλέσθηνβαλέσθωνβάλησθονβαλοίσθηνβαλομένου
Parfait
et
plus-que-parfait
1Sβέϐλημαιἐϐεϐλήμηνβεϐλημένος βεϐλημένος εἴηνβεϐλήθαιM. βεϐλημένος
2Sβέϐλησαιἐϐέϐλησοβέϐλησοβεϐλημένος ᾔςβεϐλημένος εἴηςβεϐλημένου
3Sβέϐληταιἐϐέϐλητοβεϐλήθωβεϐλημένος βεϐλημένος εἴη
1Pβεϐλήμεθαἐϐεϐλήμεθαβεϐλημένοι ὦμενβεϐλημένοι εἴμενF. βεϐλημένη
2Pβέϐληθεἐϐέϐληθεβέϐληθεβεϐλημένοι ἦτεβεϐλημένοι εἴτεβεϐλημένης
3Pβεϐλημένοι εἰσί(ν)ἐϐέϐληντοβεϐλήθωνβεϐλημένοι ὦσι(ν)βεϐλημένοι εἴεν
2Dβέϐληθονἐϐεϐλήθηνβέϐληθονβεϐλημένω ἦτονβεϐλημένω εἴτηνN. βεϐλημένον
3Dβέϐληθονἐϐεϐλήθηνβεϐλήθωνβεϐλημένω ἦτονβεϐλημένω εἴτηνβεϐλημένου
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons – Attribution – Partage à l’identique. Des conditions supplémentaires peuvent s’appliquer aux fichiers multimédias.