βολιδοσκοπώ
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /vo.li.ðo.skoˈpo/
- Hyphenation: βο‧λι‧δο‧σκο‧πώ
Verb
βολιδοσκοπώ • (volidoskopó) (past βολιδοσκόπησα, passive βολιδοσκοπούμαι, p‑past βολιδοσκοπήθηκα, ppp βολιδοσκοπημένος)
Conjugation
βολιδοσκοπώ, βολιδοσκοπούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | βολιδοσκοπώ | βολιδοσκοπήσω | βολιδοσκοπούμαι | βολιδοσκοπηθώ |
2 sg | βολιδοσκοπείς | βολιδοσκοπήσεις | βολιδοσκοπείσαι | βολιδοσκοπηθείς |
3 sg | βολιδοσκοπεί | βολιδοσκοπήσει | βολιδοσκοπείται | βολιδοσκοπηθεί |
1 pl | βολιδοσκοπούμε | βολιδοσκοπήσουμε, [-ομε] | βολιδοσκοπούμαστε | βολιδοσκοπηθούμε |
2 pl | βολιδοσκοπείτε | βολιδοσκοπήσετε | βολιδοσκοπείστε | βολιδοσκοπηθείτε |
3 pl | βολιδοσκοπούν(ε) | βολιδοσκοπήσουν(ε) | βολιδοσκοπούνται | βολιδοσκοπηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | βολιδοσκοπούσα | βολιδοσκόπησα | [βολιδοσκοπούμουν(α)] | βολιδοσκοπήθηκα |
2 sg | βολιδοσκοπούσες | βολιδοσκόπησες | [βολιδοσκοπούσουν(α)] | βολιδοσκοπήθηκες |
3 sg | βολιδοσκοπούσε | βολιδοσκόπησε | βολιδοσκοπούνταν, {βολιδοσκοπείτο} | βολιδοσκοπήθηκε |
1 pl | βολιδοσκοπούσαμε | βολιδοσκοπήσαμε | βολιδοσκοπούμασταν, (‑ούμαστε) | βολιδοσκοπηθήκαμε |
2 pl | βολιδοσκοπούσατε | βολιδοσκοπήσατε | [βολιδοσκοπούσασταν, (‑ούσαστε)] | βολιδοσκοπηθήκατε |
3 pl | βολιδοσκοπούσαν(ε) | βολιδοσκόπησαν, βολιδοσκοπήσαν(ε) | βολιδοσκοπούνταν, {βολιδοσκοπούντο} | βολιδοσκοπήθηκαν, βολιδοσκοπηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα βολιδοσκοπώ ➤ | θα βολιδοσκοπήσω ➤ | θα βολιδοσκοπούμαι ➤ | θα βολιδοσκοπηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα βολιδοσκοπείς, … | θα βολιδοσκοπήσεις, … | θα βολιδοσκοπείσαι, … | θα βολιδοσκοπηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … βολιδοσκοπήσει έχω, έχεις, … βολιδοσκοπημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … βολιδοσκοπηθεί είμαι, είσαι, … βολιδοσκοπημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … βολιδοσκοπήσει είχα, είχες, … βολιδοσκοπημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … βολιδοσκοπηθεί ήμουν, ήσουν, … βολιδοσκοπημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … βολιδοσκοπήσει θα έχω, θα έχεις, … βολιδοσκοπημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … βολιδοσκοπηθεί θα είμαι, θα είσαι, … βολιδοσκοπημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | βολιδοσκόπησε | — | βολιδοσκοπήσου |
2 pl | βολιδοσκοπείτε | βολιδοσκοπήστε | βολιδοσκοπείστε | βολιδοσκοπηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | βολιδοσκοπώντας ➤ | βολιδοσκοπούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας βολιδοσκοπήσει ➤ | βολιδοσκοπημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | βολιδοσκοπήσει | βολιδοσκοπηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.