υποσκάπτω
See also: ὑποσκάπτω
Greek
Etymology
From Ancient Greek ὑποσκάπτω (huposkáptō). By surface analysis, υπο- (“under”) and the ancient σκάπτω (skáptō, “dig”).
Pronunciation
- IPA(key): /i.poˈska.pto/
- Hyphenation: υ‧πο‧σκά‧πτω
Verb
υποσκάπτω • (yposkápto) (past υπέσκαψα, passive υποσκάπτομαι)
Conjugation
υποσκάπτω υποσκάπτομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | υποσκάπτω | υποσκάψω | υποσκάπτομαι | υποσκαφώ, υποσκαφθώ |
2 sg | υποσκάπτεις | υποσκάψεις | υποσκάπτεσαι | υποσκαφείς, υποσκαφθείς |
3 sg | υποσκάπτει | υποσκάψει | υποσκάπτεται | υποσκαφεί, υποσκαφθεί |
1 pl | υποσκάπτουμε, [‑ομε] | υποσκάψουμε, [‑ομε] | υποσκαπτόμαστε | υποσκαφούμε, υποσκαφθούμε |
2 pl | υποσκάπτετε | υποσκάψετε | υποσκάπτεστε, {υποσκάπτεσθε}, (υποσκαπτόσαστε) | υποσκαφείτε, υποσκαφθείτε |
3 pl | υποσκάπτουν(ε) | υποσκάψουν(ε) | υποσκάπτονται | υποσκαφούν(ε), υποσκαφθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | υπέσκαπτα | υπέσκαψα | υποσκαπτόμουν(α) | υποσκάφηκα1, υποσκάφθηκα |
2 sg | υπέσκαπτες | υπέσκαψες | υποσκαπτόσουν(α) | υποσκάφηκες, υποσκάφθηκες |
3 sg | υπέσκαπτε | υπέσκαψε | υποσκαπτόταν(ε) | υποσκάφηκε, υποσκάφθηκε |
1 pl | υποσκάπταμε | υποσκάψαμε | υποσκαπτόμασταν, (‑όμαστε) | υποσκαφήκαμε, υποσκαφθήκαμε |
2 pl | υποσκάπτατε | υποσκάψατε | υποσκαπτόσασταν, (‑όσαστε) | υποσκαφήκατε, υποσκαφθήκατε |
3 pl | υπέσκαπταν, υποσκάπταν(ε) | υπέσκαψαν, υποσκάψαν(ε) | υποσκάπτονταν, (υποσκαπτόντουσαν) | υποσκάφηκαν, υποσκαφήκαν(ε), υποσκάφθηκαν, υποσκαφθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα υποσκάπτω ➤ | θα υποσκάψω ➤ | θα υποσκάπτομαι ➤ | θα υποσκαφώ / υποσκαφθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα υποσκάπτεις, … | θα υποσκάψεις, … | θα υποσκάπτεσαι, … | θα υποσκαφείς / υποσκαφθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … υποσκάψει | έχω, έχεις, … υποσκαφεί / υποσκαφθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … υποσκάψει | είχα, είχες, … υποσκαφεί / υποσκαφθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … υποσκάψει | θα έχω, θα έχεις, … υποσκαφεί / υποσκαφθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | υπόσκαπτε | υπόσκαψε | — | υποσκάψου |
2 pl | υποσκάπτετε | υπόσκαψε | υποσκάπτεστε, {υποσκάπτεσθε} | υποσκαφείτε, υποσκαφθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | υποσκάπτοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας υποσκάψει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | υποσκάψει | υποσκαφεί, υποσκαφθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Passive perfective forms with -φ- (like υποσκάφηκα) as in the ancient aorist ὑπεσκάφην. Forms with ‑φθ- (υποσκάφθηκα) are also formal. The informal ‑φτ- forms (like υποσκάφτηκα) are also used. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- υποσκαφή f (yposkafí)
- υπόσκαφος (ypóskafos)
References
- υποσκάπτω - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.