Κύρνος
Grec ancien
Nom propre
Cas | Singulier | |
---|---|---|
Nominatif | ἡ | Κύρνος |
Vocatif | Κύρνε | |
Accusatif | τὴν | Κύρνον |
Génitif | τῆς | Κύρνου |
Datif | τῇ | Κύρνῳ |
Κύρνος, Kýrnos *\kýr.nos\ féminin singulier
- (Géographie) Kyrnos (île de la Méditerranée, aujourd’hui la Corse).
- Οἱ δέ Φωκαιέες, ἐπείτε σφι Χῖοι τὰς νήσους τὰς Οἰνούσσας καλεομένας οὐκ ἐϐούλοντο ὠνεομένοισι πωλέειν, δειμαίνοντες μὴ αἱ μεν ἐμπόριον γένωνται, ἡ δὲ αὐτῶν νῆσος ἀποκληισθῇ τούτου εἵνεκα πρὸς ταῦτα οἱ Φωκαιέες ἐστέλλοντο ἐς Κύρνον· — (Hérodote, Histoires, I, 165)
- Ἡ δὲ Κύρνος ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων καλεῖται Κορσίκα. Οἰκεῖται δὲ φαύλως τραχειά τε οὖσα καὶ τοῖς πλείστοις μέρεσι δύσβατος τελέως ὥστε τοὺς κατέχον τας τὰ ὄρη καὶ ἀπὸ λῃστηρίων ζῶντας ἀγριωτέρους εἶναι θηρίων. — (Strabon, Géographie, 5, II, 7 [1])
- Οἱ δέ Φωκαιέες, ἐπείτε σφι Χῖοι τὰς νήσους τὰς Οἰνούσσας καλεομένας οὐκ ἐϐούλοντο ὠνεομένοισι πωλέειν, δειμαίνοντες μὴ αἱ μεν ἐμπόριον γένωνται, ἡ δὲ αὐτῶν νῆσος ἀποκληισθῇ τούτου εἵνεκα πρὸς ταῦτα οἱ Φωκαιέες ἐστέλλοντο ἐς Κύρνον· — (Hérodote, Histoires, I, 165)
Dérivés
- Κύρνιος
Dérivés dans d’autres langues
- Latin : Cyrnus
Références
- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901 → consulter cet ouvrage
- [1] Géographie de Strabon bilingue en ligne
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons – Attribution – Partage à l’identique. Des conditions supplémentaires peuvent s’appliquer aux fichiers multimédias.