διυλιστήριο
Grec
Étymologie
- Du grec ancien διυλιστήριον, diulistêrion ; apparenté à διυλίζω, diulízo (« raffiner »).
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | διυλιστήριο | τα | διυλιστήρια |
Génitif | του | διυλιστήριου διυλιστηρίου |
των | διυλιστήριων διυλιστηρίων |
Accusatif | το | διυλιστήριο | τα | διυλιστήρια |
Vocatif | διυλιστήριο | διυλιστήρια |
διυλιστήριο, dhiylistírio \ði.i.li.ˈsti.ɾi.ɔ\ neutre
- Raffinerie.
- Το διυλιστήριο πετρελαίου είναι μια βαριά εγκατάσταση βιομηχανικής επεξεργασίας όπου επεξεργάζεται αργό πετρέλαιο και διυλίζεται σε πιο χρήσιμα προϊόντα όπως νάφθα, βενζίνη, καύσιμο ντίζελ, άσφαλτος, πετρέλαιο θέρμανσης, κηροζίνη και υγραέριο. — (διυλιστήριο sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec) )
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (διυλιστήριο)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons – Attribution – Partage à l’identique. Des conditions supplémentaires peuvent s’appliquer aux fichiers multimédias.