έρημος

Grec

Étymologie

Du grec ancien ἔρημος, érêmos.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif έρημος έρημη έρημο
génitif έρημου έρημης έρημου
accusatif έρημο έρημη έρημο
vocatif έρημε έρημη έρημο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif έρημοι έρημες έρημα
génitif έρημων έρημων έρημων
accusatif έρημους έρημες έρημα
vocatif έρημοι έρημες έρημα

έρημος (érimos) \ˈɛ.ɾi.mɔs\

  1. Désert.
    • Μετά το χωρισμό τους ζει μόνη κι έρημη.
      La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  έρημος οι  έρημοι
Génitif της  ερήμου των  ερήμων
Accusatif τη(ν)  έρημο τις  ερήμους
Vocatif έρημο έρημοι

έρημος (érimos) \ˈɛ.ɾi.mɔs\ féminin

  1. Désert.
    • Τα καραβάνια διέσχιζαν την έρημο Σαχάρα με καμήλες.
      La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)

Dérivés

  • ερήμην
  • ερημητήριο
  • ερημία
  • ερημικά
  • ερημικός
  • ερημίτης - ερημίτισσα
  • ερημώνω
  • ερήμωση
  • ερημοδικία
  • ερημοδικώ
  • ερημοκλήσι
  • ερημοκλησιά
  • ερημονήσι
  • ερημόνησο
  • ερημόνησος
  • ερημοσπίτης
  • ερημότοπος
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons – Attribution – Partage à l’identique. Des conditions supplémentaires peuvent s’appliquer aux fichiers multimédias.