ενδυματολογικός
Grec
Étymologie
- Dérivé de ενδυματολόγος, endimatologos, avec le suffixe -ικός, -ikós.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | ενδυματολογικός | ενδυματολογική | ενδυματολογικό | |||
génitif | ενδυματολογικού | ενδυματολογικής | ενδυματολογικού | |||
accusatif | ενδυματολογικό | ενδυματολογική | ενδυματολογικό | |||
vocatif | ενδυματολογικέ | ενδυματολογική | ενδυματολογικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | ενδυματολογικοί | ενδυματολογικές | ενδυματολογικά | |||
génitif | ενδυματολογικών | ενδυματολογικών | ενδυματολογικών | |||
accusatif | ενδυματολογικούς | ενδυματολογικές | ενδυματολογικά | |||
vocatif | ενδυματολογικοί | ενδυματολογικές | ενδυματολογικά |
ενδυματολογικός, endimatoloyikós \ɛn.ði.ma.tɔ.lɔ.ʝi.ˈkɔs\
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons – Attribution – Partage à l’identique. Des conditions supplémentaires peuvent s’appliquer aux fichiers multimédias.