λειτουργία
Grec
Étymologie
- Du grec ancien λειτουργία, leitourgía.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | λειτουργία | οι | λειτουργίες |
Génitif | της | λειτουργίας | των | λειτουργιών |
Accusatif | τη(ν) | λειτουργία | τις | λειτουργίες |
Vocatif | λειτουργία | λειτουργίες |
λειτουργία (lituryía) \li.tuɾ.ˈʝi.a\ féminin
- Fonctionnement.
H συνεργασία όλων μας είναι απαραίτητη για την καλή λειτουργία της υπηρεσίας μας.
- La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)
- Fonction.
Πάτησε ένα κουμπί και έθεσε τον κινητήρα σε λειτουργία.
- La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)
- (Religion) Liturgie.
Antonymes
- δυσλειτουργία
Dérivés
- λειτουργώ
- λειτουργός
- λειτούργημα
- λειτουργικός
- λειτουργικότητα
Grec ancien
Étymologie
- Mot dérivé de λειτουργός, leitourgós, avec le suffixe -ία, -ía.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | ἡ | λειτουργία | αἱ | λειτουργιαι | τὼ | λειτουργία |
Vocatif | λειτουργία | λειτουργιαι | λειτουργία | |||
Accusatif | τὴν | λειτουργίαν | τὰς | λειτουργίας | τὼ | λειτουργία |
Génitif | τῆς | λειτουργίας | τῶν | [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] | τοῖν | λειτουργίαιν |
Datif | τῇ | λειτουργίᾳ | ταῖς | λειτουργίαις | τοῖν | λειτουργίαιν |
λειτουργία, leitourgía \leː.toːr.ˈɡi.aː\ féminin
Hyponymes
- γυμνασιαρχία
- χορηγία
- ἑστίασις
- τριηραρχία
Dérivés dans d’autres langues
- Grec : λειτουργία
- Latin : liturgia
Références
- « λειτουργία », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek-English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons – Attribution – Partage à l’identique. Des conditions supplémentaires peuvent s’appliquer aux fichiers multimédias.