μετεωρολογικός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien μετεωρολογικός, meteorologikós.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | μετεωρολογικός | μετεωρολογική | μετεωρολογικό | |||
génitif | μετεωρολογικού | μετεωρολογικής | μετεωρολογικού | |||
accusatif | μετεωρολογικό | μετεωρολογική | μετεωρολογικό | |||
vocatif | μετεωρολογικέ | μετεωρολογική | μετεωρολογικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | μετεωρολογικοί | μετεωρολογικές | μετεωρολογικά | |||
génitif | μετεωρολογικών | μετεωρολογικών | μετεωρολογικών | |||
accusatif | μετεωρολογικούς | μετεωρολογικές | μετεωρολογικά | |||
vocatif | μετεωρολογικοί | μετεωρολογικές | μετεωρολογικά |
μετεωρολογικός, meteorologikós
- (Météorologie) Météorologique, relatif à la météorologie.
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (μετεωρολογικός)
Grec ancien
Étymologie
- Mot dérivé de μετεωρολόγος, meteôrológos, avec le suffixe -ικός, -ikós.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | μετεωρολογικός | μετεωρολογική | μετεωρολογικόν | |||
vocatif | μετεωρολογικέ | μετεωρολογική | μετεωρολογικόν | |||
accusatif | μετεωρολογικόν | μετεωρολογικήν | μετεωρολογικόν | |||
génitif | μετεωρολογικοῦ | μετεωρολογικῆς | μετεωρολογικοῦ | |||
datif | μετεωρολογικῷ | μετεωρολογικῇ | μετεωρολογικῷ | |||
cas | duel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | μετεωρολογικώ | μετεωρολογικά | μετεωρολογικώ | |||
vocatif | μετεωρολογικώ | μετεωρολογικά | μετεωρολογικώ | |||
accusatif | μετεωρολογικώ | μετεωρολογικά | μετεωρολογικώ | |||
génitif | μετεωρολογικοῖν | μετεωρολογικαῖν | μετεωρολογικοῖν | |||
datif | μετεωρολογικοῖν | μετεωρολογικαῖν | μετεωρολογικοῖν | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | μετεωρολογικοί | μετεωρολογικαί | μετεωρολογικά | |||
vocatif | μετεωρολογικοί | μετεωρολογικαί | μετεωρολογικά | |||
accusatif | μετεωρολογικούς | μετεωρολογικάς | μετεωρολογικά | |||
génitif | μετεωρολογικῶν | μετεωρολογικῶν | μετεωρολογικῶν | |||
datif | μετεωρολογικοῖς | μετεωρολογικαῖς | μετεωρολογικοῖς |
μετεωρολογικός, meteôrologikós *\Prononciation ?\
- (Météorologie) Météorologique, doué en météorologie.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
- « μετεωρολογικός », dans Henry Liddell, Robert Scott, A Greek-English lexicon, Clarendon Press, Oxford, 1940 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons – Attribution – Partage à l’identique. Des conditions supplémentaires peuvent s’appliquer aux fichiers multimédias.