μυθολογικός

Grec

Étymologie

Du grec ancien μυθολογικός, mythologikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif μυθολογικός μυθολογική μυθολογικό
génitif μυθολογικού μυθολογικής μυθολογικού
accusatif μυθολογικό μυθολογική μυθολογικό
vocatif μυθολογικέ μυθολογική μυθολογικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif μυθολογικοί μυθολογικές μυθολογικά
génitif μυθολογικών μυθολογικών μυθολογικών
accusatif μυθολογικούς μυθολογικές μυθολογικά
vocatif μυθολογικοί μυθολογικές μυθολογικά

μυθολογικός (mitholoyikós)

  1. Mythologique.

Grec ancien

Étymologie

De μυθολογία/μυθολόγος et -ικός.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif μυθολογικός μυθολογική μυθολογικόν
vocatif μυθολογικέ μυθολογική μυθολογικόν
accusatif μυθολογικόν μυθολογικήν μυθολογικόν
génitif μυθολογικοῦ μυθολογικῆς μυθολογικοῦ
datif μυθολογικ μυθολογικ μυθολογικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif μυθολογικώ μυθολογικά μυθολογικώ
vocatif μυθολογικώ μυθολογικά μυθολογικώ
accusatif μυθολογικώ μυθολογικά μυθολογικώ
génitif μυθολογικοῖν μυθολογικαῖν μυθολογικοῖν
datif μυθολογικοῖν μυθολογικαῖν μυθολογικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif μυθολογικοί μυθολογικαί μυθολογικά
vocatif μυθολογικοί μυθολογικαί μυθολογικά
accusatif μυθολογικούς μυθολογικάς μυθολογικά
génitif μυθολογικῶν μυθολογικῶν μυθολογικῶν
datif μυθολογικοῖς μυθολογικαῖς μυθολογικοῖς

μυθολογικός, mythologikós *\Prononciation ?\

  1. Poétique, inventif.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons – Attribution – Partage à l’identique. Des conditions supplémentaires peuvent s’appliquer aux fichiers multimédias.