προξενητικός

Grec ancien

Étymologie

Mot dérivé de προξενητής, proxenētḗs, avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif προξενητικός προξενητική προξενητικόν
vocatif προξενητικέ προξενητική προξενητικόν
accusatif προξενητικόν προξενητικήν προξενητικόν
génitif προξενητικοῦ προξενητικῆς προξενητικοῦ
datif προξενητικ προξενητικ προξενητικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif προξενητικώ προξενητικά προξενητικώ
vocatif προξενητικώ προξενητικά προξενητικώ
accusatif προξενητικώ προξενητικά προξενητικώ
génitif προξενητικοῖν προξενητικαῖν προξενητικοῖν
datif προξενητικοῖν προξενητικαῖν προξενητικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif προξενητικοί προξενητικαί προξενητικά
vocatif προξενητικοί προξενητικαί προξενητικά
accusatif προξενητικούς προξενητικάς προξενητικά
génitif προξενητικῶν προξενητικῶν προξενητικῶν
datif προξενητικοῖς προξενητικαῖς προξενητικοῖς

προξενητικός, proxenētikós *\Prononciation ?\

  1. D’intermédiaire.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons – Attribution – Partage à l’identique. Des conditions supplémentaires peuvent s’appliquer aux fichiers multimédias.